θησαυριστής

θησαυριστής
θησαυριστής
one who lays up in store
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θησαυριστής — ο (Α θησαυριστής) [θησαυρίζω] αυτός που θησαυρίζει, που αποταμιεύει …   Dictionary of Greek

  • θησαυριστής — ο αυτός που θησαυρίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θησαυριστήν — θησαυριστής one who lays up in store masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυριστικός — θησαυριστικός, ή, όν (Α) [θησαυριστής] αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει, αποταμιευτικός …   Dictionary of Greek

  • θησαυροποιός — θησαυροποιός, ὁ (Α) αυτός που κάνει θησαυρούς, ο θησαυριστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”